- ἀγάνωρ
- ᾰγᾱνωρ1 proud (not of persons)a proud, magnificent
ἀγάνορι μισθῷ P. 3.55
ἀγάνορα πλοῦτον P. 10.18
ἀγάνορα κόμπον μὴ φθονεραῖσι φέρειν γνώμαις I. 1.43
b proud, spiritedἀγάνορος ἵππου O. 9.23
πεῖραν μὲν ἀγάνορα Φοινικοστόλων ἐγχέων ταύταν N. 9.28
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.